θήκη

θήκη
θήκη
Grammatical information: f.
Meaning: `case, chest; tomb' (IA)
Compounds: very often as 2. member, both with prefix (δια-, ὑπο-, συν- usw.; with δια-, ὑπο-, συν-τίθημι) as with nominal 1. member (βιβλιο-, χαλκο-θήκη.);
Derivatives: Dimin. θηκίον (pap.) and θηκαῖος `for the tomb' (Hdt.); from there again several derivv.
Origin: IE [Indo-European] [235] *dʰeh₁- `set, lay'
Etymology: Generally connected with Skt. dhāká- m. `container etc.' (gramm.). Doubts on the the genetic connection in Schwyzer 741 n. 8 and Mayrhofer KEWA s. v. S. τίθημι
Page in Frisk: 1,670

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… …   Dictionary of Greek

  • μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων …   Dictionary of Greek

  • θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») …   Dictionary of Greek

  • θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκῶν — θήκη case fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκαις — θήκη case fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”